Κατά τη μελέτη της αμυντικής συμπεριφοράς των κυπριακών μελισσών απέναντι στις ανατολίτικες σφήκες Vespa orientalis, παρατηρήθηκαν και αναλύθηκαν για πρώτη φορά δύο διαφορετικές και διαμετρικά αντίθετες συμπεριφορές από τα μελίσσια που βρίσκονταν ακόμη και στο ίδιο μελισσοκομείο. Η μία συμπεριφορά, που χαρακτηρίστηκε ως “επιθετική” (μελίσσια A “Attacking”), είχε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: με την εμφάνιση της επιτιθέμενης σφήκας, ο αριθμός των αμυνομένων μελισσών στη σανίδα πτήσης αυξανόταν σημαντικά. Αν η σφήκα πλησίαζε και προσπαθούσε να αρπάξει κάποια μέλισσα, αυτό οδηγούσε αυτόματα σε μεγαλύτερη αύξηση των μελισσών που αμύνονταν εκτός κυψέλης (στη σανίδα πτήσης) οι οποίες οργανωμένα, προσπαθούσαν να κυκλώσουν τη σφήκα και να την ακινητοποιήσουν σε μία σφαίρα εργατριών, έτσι ώστε να καταφέρουν να τη θανατώσουν προκαλώντας της ασφυξία.
Μία άλλη ομάδα μελισσιών όμως, συμπεριφερόταν εντελώς διαφορετικά: με την εμφάνιση της επιτιθέμενης σφήκας και κυρίως κατά την προσέγγιση της στη σανίδα πτήσης, οι μέλισσες που βρίσκονταν εκτός της κυψέλης επέστρεφαν στο εσωτερικό, αποφεύγοντας κάθε σύγκρουση με τη σφήκα και αφήνοντας τελικά κενή τη σανίδα πτήσης. Η δεύτερη αυτή συμπεριφορά χαρακτηρίστηκε ως “αμυντική” (μελίσσια R “Retreating”).
Αρχικά, θεωρήθηκε ότι οι δύο μορφές συμπεριφοράς είχαν σχέση με τη δύναμη των μελισσιών. Δηλαδή, τα μελίσσια Α επιτίθονταν στις σφήκες γιατί ήταν δυνατότερα από τα R και μπορούσαν να διαθέσουν μεγαλύτερο αριθμό μελισσών για να αντιμετωπίσουν τις σφήκες. Όμως, ο έλεγχος όλων των μελισσιών που συμμετείχαν στα πειράματα έδειξε πως η μορφή συμπεριφοράς δεν σχετιζόταν με τη δύναμη.
Μία προσεκτική ανάλυση αποκάλυψε ότι οι δύο ομάδες μελισσιών παρουσίαζαν μία “κατασκευαστική” διαφορά: Τα μελίσσια που υποχωρούσαν, είχαν φράξει τις εισόδους των κυψελών με φράγματα πρόπολης, αφήνοντας μόνο μικρά ανοίγματα από τα οποία οι σφήκες δυσκολεύονταν να περάσουν (και να επιτεθούν στο εσωτερικό της κυψέλης) λόγω της μεγάλης διατομής του σώματός τους. Αντίθετα, τα μελίσσια που αμύνονταν είχαν ελάχιστη πρόπολη τοποθετημένη στις εισόδους, γεγονός που δυνητικά καθιστούσε τη είσοδο των σφηκών στο εσωτερικό ευκολότερη.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων από τετραετή πειράματα έδειξε ότι υπήρχε στατιστική συσχέτιση ανάμεσα στη διατομή των ανοιγμάτων στα φράγματα της πρόπολης και στη μορφή της αμυντικής συμπεριφοράς που παρουσίαζε το κάθε μελίσσι. Μελίσσια με μικρά ανοίγματα υποχωρούσαν και απλά προστάτευαν την είσοδο του μελισσιού πίσω από τη “γραμμή άμυνας” που δημιουργούσαν τα “οχυρωματικά έργα” της πρόπολής τους. Μελίσσια που δεν είχαν προστατευμένη την είσοδο με φράγματα πρόπολης, επιτίθονταν εκτός κυψέλης στον εισβολέα, πριν αυτός καταφέρει να εισέλθει στο εσωτερικό της κυψέλης.
Περεταίρω μελέτες έδειξαν ότι όταν καταστρέφαμε τα φράγματα της πρόπολης οι μέλισσες τα επαναδημιουργούσαν στην ίδια ακριβώς μορφή που ήταν πριν την καταστροφή (μέσα σε μία σεζόν) γεγονός που υποδεικνύει την πιθανή γενετική βάση των διαφορετικών συμπεριφορών. Επίσης, η τοποθέτηση μελισσιών που παρουσίαζαν τη συμπεριφορά Α σε κυψέλες με φράγματα πρόπολης από μελίσσια της ομάδας R (και το αντίστροφο) έδειξε πως η συμπεριφορά των μελισσιών δεν επηρεάστηκε. Οι μέλισσες από τα μελίσσια A έβγαιναν στη σανίδα πτήσης και αντιμετώπιζαν μέσω σύγκρουσης τις σφήκες (αγνοώντας τα φράγματα πρόπολης) ενώ οι μέλισσες των R υποχωρούσαν προς την κυψέλη, αποφεύγοντας τη σύγκρουση. Τα μελίσσια Α επιβίωσαν των επιθέσεων των σφηκών ενώ τα μελίσσια R κατέρρευσαν σε μία εβδομάδα.
Η μελέτη ενός μεγάλου αριθμού μελισσιών που επιβίωσαν ή κατέρρευσαν κατά της επιθέσεις σφηκών έδειξε πώς καμία από τις δύο συμπεριφορές δεν υπερτερούσε σε αποτελεσματικότητα της άλλης.